- αποσόβησις
- (-εως) η предотвращение, отвращение (чеголибо);
η αποσόβησις τού κάκου — предотвращение беды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
η αποσόβησις τού κάκου — предотвращение беды
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀποσόβησις — scaring away fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσοβήσει — ἀποσόβησις scaring away fem nom/voc/acc dual (attic epic) ἀποσοβήσεϊ , ἀποσόβησις scaring away fem dat sg (epic) ἀποσόβησις scaring away fem dat sg (attic ionic) ἀποσοβέω scare away aor subj act 3rd sg (epic) ἀποσοβέω scare away fut ind mid 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσοβήσεις — ἀποσόβησις scaring away fem nom/voc pl (attic epic) ἀποσόβησις scaring away fem nom/acc pl (attic) ἀποσοβέω scare away aor subj act 2nd sg (epic) ἀποσοβέω scare away fut ind act 2nd sg ἀ̱ποσοβήσεις , ἀποσοβέω scare away futperf ind act 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποσόβησιν — ἀποσόβησις scaring away fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποσόβηση — η (ΑΜ ἀποσόβησις) [αποσοβώ] η παρεμπόδιση ή αποτροπή συνήθως κάποιου ανεπιθύμητου γεγονότος ή κάποιας ανεπιθύμητης έκβασης … Dictionary of Greek
ἀποσοβήσῃ — ἀποσοβήσηι , ἀποσόβησις scaring away fem dat sg (epic) ἀποσοβέω scare away aor subj mid 2nd sg ἀποσοβέω scare away aor subj act 3rd sg ἀποσοβέω scare away fut ind mid 2nd sg ἀ̱ποσοβήσῃ , ἀποσοβέω scare away futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)